καλλαρίας

καλλαρίας
καλλαρίας
Grammatical information: m.
Meaning: name of `a cod-fish' (Archestr., Opp., H. s. λαζίνης).
Other forms: γαλ(λ)αρίας ἰξθύς, ὁ ὀνίσκος H., γαλλερίας, γελαρίης (Dorion) and χελλαρίης = ὀνίσκος (Dorio ap. Ath. 3, 118c).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: Formation in -ίας (Chantraine Formation 94), (jokingly, or as taboo?) to κάλλος; with the synonymous γαλ(λ)αρίας one connects γαλεός `dog-fish' (?). See Strömberg Fischnamen 130f. Also Thompson Fishes 97. The variants clearly show a Pre-Greek word (Fur. 140); the two ε's and the λλ point to *kalyar-
Page in Frisk: 1,765

Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό). . 2010.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • καλλαρίας — καλλαρίας, ὁ (Α) το ψάρι βακαλάος. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. σχηματίστηκε πιθ. από έναν τ. σε αρος (* κάλλ αρος) και το επίθημα ίας*] …   Dictionary of Greek

  • καλλαρίας — καλλαρίᾱς , καλλαρίας cod fish masc acc pl καλλαρίᾱς , καλλαρίας cod fish masc nom sg (attic epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γάδος η μορούη ή καλλαρίας — Επιστημονική ονομασία του βακαλάου (βλ. λ.) ή μπακαλιάρου …   Dictionary of Greek

  • καλλαρίαι — καλλαρίας cod fish masc nom/voc pl καλλαρίᾱͅ , καλλαρίας cod fish masc dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καλλαρίην — καλλαρίας cod fish masc acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καλλαρίαν — καλλαρίᾱν , καλλαρίας cod fish masc acc sg (attic epic doric aeolic) καλλαρίας cod fish masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αίγα — (aega). Επιστημονική ονομασία γένους αρθροπόδων και γένους εντόμων. 1. Τα αρθρόποδα είναι της οικογένειας των αιγιδών και της τάξης των ισοπόδων. Ζουν παρασιτικά επάνω στα διάφορα ψάρια, στα οποία κολλούν με τους μυζητήρες τους. Το μήκος του… …   Dictionary of Greek

  • βακαλάος — Με την ονομασία αυτή πωλείται στο εμπόριο κατάλληλα επεξεργασμένος ο τελεόστεος ιχθύς γάδος καλλαρίας, γνωστός επίσης ως μπακαλιάρος, που ανήκει στην τάξη των γαδομόρφων. Το μήκος του μπορεί να ξεπεράσει το 1,5 μ. και το βάρος του τα 40 κιλά· το… …   Dictionary of Greek

  • γαλαρίας — γαλαρίας, ο (Α) το ψάρι ονίσκος*, μπακαλιάρος. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τού καλλαρίας*] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”